- τετράκλινος
- τετρᾰ-κλῑνος, ον,A with four seats or couches,
ἅμαξα Luc.Tox.46
;οἶκοι Ath.2.47f
;σκηνή PSI5.533.3
(iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἅμαξα Luc.Tox.46
;οἶκοι Ath.2.47f
;σκηνή PSI5.533.3
(iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράκλινος — η, ο / τετράκλινος, ον, ΝΑ νεοελλ. αυτός που έχει τέσσερεις κλίνες («τετράκλινο δωμάτιο») μσν. αρχ. αυτός που έχει τέσσερα καθίσματα ή ανάκλιντρα («ἁμάξας τετρακλίνους», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κλινος (< κλίνη), πρβλ. πεντά… … Dictionary of Greek
OECI — Graece Οἶκοι et οἰκήματα, cellae dictae sunt Balneorum, apud Veteres, quarum cum tres essent, Frigidaria, Tepidaria et Caldaria; illam ψνχρὸν οἶκον, et ψυχροδόχον οἶκον, appellat Lucian. in Dial. istam ἠρέμκ χλιαινόμενον οἶκον, Idem: hanc, θερμὸν … Hofmann J. Lexicon universale
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετρακλίνους — τετρακλί̱νους , τετράκλινος with four seats masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράκλινοι — τετράκλῑνοι , τετράκλινος with four seats masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)